- προσωδία
- Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών χαρακτηριστικών που αφορούν στη σχέση και τη μεταβολή της έντασης, του ύψους και του χρόνου μεταξύ των λέξεων και των ομάδων λέξεων οι οποίες αποτελούν μία φράση. Μόνο αρκετά πρόσφατα η γλωσσολογία έστρεψε την προσοχή της στα χαρακτηριστικά αυτά, τα οποία, αν και γίνονται αντιληπτά από το αφτί, είναι δύσκολο να περιγραφούν χωρίς τη βοήθεια οργάνων ηλεκτροακουστικής ανάλυσης (ταλαντογράφων και φασματογράφων), που εισήχθησαν τελευταία στην πειραματική φωνητική. Χάρη στα όργανα αυτά μπορούμε να πούμε με αρκετή βεβαιότητα ότι σε κάθε γλώσσα υπάρχουν σταθερές φωνητικές σχέσεις μεταξύ έντασης και ύψους μιας λέξης, σε μία δεδομένη σημασία και ότι οι σχέσεις αυτές ποικίλλουν με την αλλαγή της σημασίας. Για παράδειγμα, οι σχέσεις ύψους και έντασης, μεταξύ των φωνηέντων ι, ε, ο στη φράση είναι τρελός, ποικίλλουν ανάλογα με το αν η λέξη τρελός έχει την περιγραφική σημασία του παράφρονα, του άρρωστου διανοητικά ή τη μεταφορική σημασία του ατόμου που ενεργεί λαθεμένα, που συμπεριφέρεται ως τρελός. Σε πολλές χώρες οι διάφορες διάλεκτοι χαρακτηρίζονται από τέτοιες προσωδιακές διαφορές.
Π. για την παλαιά γραμματική έννοια –διάκριση δηλαδή βραχέων και μακρών– έχουν πολλές γλώσσες και σήμερα. Η αρχαία ελληνική διέκρινε βραχείες και μακρές, η διάκριση όμως αυτή εξαφανίστηκε στη νέα ελληνική και η π. στη στιχουργία αντικαταστάθηκε από τον τονικό ρυθμό, πράγμα που συνέβη σε όλες σχεδόν τις σύγχρονες γλώσσες, αν και μερικές –όπως η αραβική– διατηρούν την π. (μακρά - βραχέα) στη στιχουργική τους. Διάκριση μακρών και βραχέων έχουν πολλές γλώσσες κατά την προφορά σήμερα (ιταλική, γερμανική, ουγγρική κ.ά.), σε μερικές μάλιστα, όπως στην ιαπωνική, η διάκριση μεταξύ βραχέων και μακρών έχει μεγάλη σημασία γιατί αλλάζει ριζικά την έννοια της λέξης. Π.χ. Κοκο = εδώ, κοκο = στοργή.
* * *η / προσῳδία Ν ΜΑ [προσῳδός]άσμα που τραγουδιόταν με τη συνοδεία μουσικού οργάνουνεοελλ.1. ο τονισμός τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ο οποίος είχε μουσικό μελωδικό χαρακτήρα και διακρινόταν σε μουσικό και δυναμικό2. η ποσότητα τών συλλαβών στην αρχαία ελληνική γλώσσα, δηλ. η διάκριση τών μακρών από τις βραχείες, η οποία αποτελεί τη βάση τών αρχαίων ελληνικών μέτρων3. γλωσσ. το σύνολο τών φαινομένων τα οποία, ενώ δεν εντάσσονται στη διπλή άρθρωση τής γλώσσας, συνοδεύουν εν τούτοις τον προφορικό λόγο ως αχώριστα στοιχεία του4. μουσ. οι κανόνες δυναμικής και εκφραστικής εκφοράς μεμονωμένων φθόγγων και οι κανόνες άρθρωσης που διέπουν τη σύνδεση τους| αρχ.1. προσφώνηση, προσαγόρευση2. ποικιλία τού τόνου τής φωνής («ἐν πάσῃ βιαίῳ ἐργασίᾳ πρεπόντως ἄν μιμήσαντο φθόγγους τε και προσῳδίας», Πλάτ.)3. το σημείο τού τόνου («τὸ δασύνειν ἤ ψιλοῡν ἤ ταῑς προσῳδίαις ἑτέρως τῆς συνηθείας ἐκφέρειν» Φιλόδ.)4. γεν. ο τόνος, τα πνεύματα κ.ά. σημεία προφοράς («ὅτι προσῳδίαι κυρίως ἑπτά εἰσιν, ἤγουν ἡ ὀξεῑα, ἡ βαρεῑα, περισπωμένη [οἱ τόνοι], δασεῑα, ψιλὴ [τὰ πνεύματα], μακρά, βραχεῑα [οἱ χρόνοι]ἡ γὰρ ἀπόστροφος καὶ τὸ ὑφὲν καὶ ἡ ὑποδιαστολὴ οὐκ εἰσὶ κυρίως προσῳδίαι», Χοιροβ. Σχολ. Διον. Θρ.)5. γραπτά σημεία που τίθενται στις διάφορες λέξεις για δήλωση τής διαφοράς στην προφορά τους6. φρ. «Περί καθολικής προσῳδίας» — τίτλος έργου τού Ηρωδιανού Γραμματικού.
Dictionary of Greek. 2013.